Μενου

Χωρική

Τσαρούχης Γιάννης (1910-1989)

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1944) | 34.9 x 23.8 εκ

Τέμπερα σε χαρτί


Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης | Συλλογή Αλέξανδρου και Δωροθέας Ξύδη

MCA.MMCA.C552

Δωρεά Αλέξανδρου και Δωροθέας Ξύδη


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΡΓΟΥ

Είδος έργου: Έργο ζωγραφικής

Θέμα: Πορτραίτο, Σύγχρονη τέχνη, Έργα τέχνης

Τεχνικές: Τέμπερα


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΟΥ

Στα έργα που δημιουργεί ο Τσαρούχης τη δεκαετία του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 είναι εμφανείς οι επιρροές από διαφορετικά ρεύματα και καλλιτέχνες. Πειραματίζεται στην τεχνική και το χρώμα, κινείται διαλεκτικά ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, τον μύθο, την παράδοση και τον σύγχρονο κόσμο. Στα πορτραίτα που φιλοτεχνεί επιδιώκει να απεικονίσει τα πρόσωπα ζωντανά και να μεταφέρει στον θεατή το μυστήριό τους, όπως στην περίπτωση της προσωπογραφίας του Αλέξανδρου Ξύδη ή στο πορτραίτο της χωρικής. Εικονογραφεί τα γράμματα που στέλνει στον Ξύδη δημιουργώντας μικρά σχέδια/ακουαρέλες: χωριάτισσες, άνδρες με στολές και ναύτες είναι μερικά από τα προσφιλή του θέματα της περιόδου, τα οποία συνοδεύουν τις επιστολές του προς τον γνωστό τεχνοκριτικό. Η ομορφιά και η εξιδανίκευση, η αλληγορία και η δραματικότητα, ο τονισμένος λαϊκός χαρακτήρας, το λεπτό ειρωνικό σχόλιο αλλά και η ρομαντική διάθεση είναι στοιχεία που εντοπίζονται αυτήν την περίοδο στα έργα του.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Σπ. Βικάτο και Κ. Παρθένη (1928 - 1933) και παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης. Την περίοδο 1935-1936 επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι και την Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με έργα της Αναγέννησης, του ιμπρεσιονισμού, του κυβισμού και του σουρεαλισμού. Δυο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1938, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα. Το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Αλβανικό μέτωπο, ενώ μετά το τέλος του πολέμου πραγματοποίησε δύο ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1951 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης (έως το 1957). Υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim (1956) και το 1958 εκπροσώπησε, μαζί με τον Γ. Μόραλη, την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας. Από το 1967 έως το 1980 έζησε στο Παρίσι και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1980. Το 1982 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, παραχωρώντας ο ίδιος την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου Σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια, συνεργαζόμενος με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, τη Σκάλα του Μιλάνου, την Όπερα του Ντάλλας, το Θέατρο Olimpico της Βιτσέντζα, το Covent Garden του Λονδίνου και με τους Ντασέν και Κακογιάννη σε κινηματογραφικές ταινίες. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την υφαντική, την εικονογράφηση βιβλίων, τη μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Πέθανε το 1989 στην Αθήνα. Ο Τσαρούχης υπήρξε ένας από τους πιο διακεκριμένους εκπροσώπους της λεγόμενης «γενιάς του ΄30», που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Από τη διδασκαλία του Παρθένη και του Κόντογλου, τις αφίσες του Καραγκιόζη, τα πορτρέτα του Fayum και τις εικόνες του Θεόφιλου, αντλεί τη δομή, το μορφικό και χρωματικό πλούτο, στοιχεία που παρατίθενται όμως μεταπλασμένα και μετουσιωμένα. Κύριος θεματικός του άξονας είναι η ανθρώπινη μορφή: ασχολήθηκε με το ανδρικό γυμνό, που στο έργο του αποκτά ιδιαίτερη εκφραστικότητα. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ταυτόχρονα με το εικαστικό του έργο ασχολήθηκε εκτεταμένα και με τη σκηνογραφία. Με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων επηρέασε στη συνέχεια αρκετούς Έλληνες δημιουργούς.